τεθνηκότι

τεθνηκότι
θνήσκω
perf part act masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιχαίρω — (AM ἐπιχαίρω) χαίρομαι για κάτι, ιδίως για τις συμφορές τών άλλων («ζῶντι μὲν ἐκείνῳ φθονεῑν, ἐπιχαίρειν δὲ τεθνηκότι», Πλούτ.) μσν. καλοτυχίζω κάποιον αρχ. μσν. (με καλή σημασία) χαίρομαι για κάποιον (α. «σὲ μὲν εὖ πράσσοντ’ ἐπιχαίρω», Σοφ. β.… …   Dictionary of Greek

  • τεθνηκότ' — τεθνηκότα , θνήσκω perf part act neut nom/voc/acc pl τεθνηκότα , θνήσκω perf part act masc acc sg τεθνηκότι , θνήσκω perf part act masc/neut dat sg τεθνηκότε , θνήσκω perf part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”